ασυγγνώμων

ασυγγνώμων
ἀσυγγνώμων, -ον (Α) [συγγνώμων]
αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσυγγνώμων — not pardoning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγγνωμονέστατον — ἀσυγγνώμων not pardoning masc acc superl sg ἀσυγγνώμων not pardoning neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγγνωμόνων — ἀσυγγνώμων not pardoning gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγγνώμονες — ἀσυγγνώμων not pardoning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύγγνωστος — η, ο (AM ἀσύγγνωστος, ον) [συγγνωστός] νεοελλ. φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος 2. ο ασυγγνώμων …   Dictionary of Greek

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”